πορτοκαλάδα

πορτοκαλάδα
η
δροσιστικό ποτό από χυμό πορτοκαλιού και ζάχαρη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πορτοκαλάδα — η, Ν αναψυκτικό ποτό από χυμό πορτοκαλιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < πορτοκάλι + κατάλ. άδα (πρβλ. βυσσιν άδα] …   Dictionary of Greek

  • -άδα — (I) παραγωγική κατάληξη από αρχαία ουσιαστικά σε άς, άδος. Στα παράγωγα αυτά η κατάληξη τής αιτιατικής επεκτάθηκε αναλογικά στην ονομαστική, όπως: αγελάς την αγελάδα η αγελάδα, η φορβάς την φορβάδα η φορ(β)άδα, η κοιλάς την κοιλάδα η κοιλάδα κ.λπ …   Dictionary of Greek

  • ξεδιψώ — άω (Μ ξεδιψῶ) 1. καταπραΰνω τη δίψα κάποιου 2. παύω να διψώ («ήπια μια πορτοκαλάδα και ξεδίψασα») 3. μτφ. ικανοποιώ. Ι [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + διψώ] …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • ξεδιψώ — ξεδίψασα, ξεδιψασμένος 1. μτβ., καταπραΰνω τη δίψα μου: Πιες μια πορτοκαλάδα να ξεδιψάσεις. 2. αμτβ., παύω να διψώ: Φάγαμε καρπούζι και ξεδιψάσαμε …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”